συναπτά

συναπτά
συναπτός
joined together
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συναπτός — ή, ό / συναπτός, όν, ΝΜΑ, θηλ. και συναπτή, ΜΑ [συνάπτω] 1. ενωμένος, συνδεδεμένος 2. συνεχής, αδιάκοπος, αλλεπάλληλος (α. «η πολιορκία κράτησε τρία συναπτά έτη» β. «συναπτὰς ποιήσομεν τὰς πράξεις», Αριστοτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η συναπτή (στην… …   Dictionary of Greek

  • συναπτώς — συναπτῶς ΝΜ, και συναπτά Ν βλ. συναπτός …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς ο Αιτωλός — (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε… …   Dictionary of Greek

  • Μεσσαπία — (Messapia). Αρχαία περιοχή στη νοτιοανατολική χερσόνησο της Ιταλίας, που αντιστοιχούσε πιθανότατα με την Απουλία και την Καλαβρία. Κατά τον Ηρόδοτο οι κάτοικοί της Μ. ήταν Κρήτες ναυαγοί. Ο Μίνωας, αναζητώντας τον Δαίδαλο, έφθασε στη Σικελία,… …   Dictionary of Greek

  • Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”